«Ἰδοὺ σκοτία καὶ πρωΐ, καὶ τί πρὸς τὸ μνημεῖον Μαρία ἕστηκας, πολὺ σκότος ἔχουσα ταῑς φρεσίν; ὑφ’ οὗ ποῦ τέθειται ζητεῖς ὁ Ἰησοῦς. Ἀλλ’ ὅρα τοὺς συντρέχοντας Μαθητάς, πῶς τοῖς ὀθονίοις καὶ τῷ σουδαρίῳ, τὴν Ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο, καὶ ἀνεμνήσθησαν τῆς περὶ τούτου Γραφῆς. Μεθ’ ὧν, καὶ δι’ ὧν καὶ ἡμεῖς, πιστεύσαντες, ἀνυμνοῦμέν σε τὸν ζωοδότην Χριστόν».
Ὁ διά τεσσαράκοντα ἡμερῶν προηγηθείς ἐξαγνισμός τῆς ὕπαρξης κάθε ἀνθρώπου πού παραμένει στίς καρδιές μας καί προαναγγέλλει τή Μεγάλη Ἑβδομάδα καί τό Πάσχα, εἶναι προφανές ὅτι ἀντιμετωπίζει καθημερινά νέες καί περίπλοκες προκλήσεις λόγῳ τῆς πανδημίας. Οἱ ποιμένες καί δάσκαλοι πού βρίσκονται στήν πρώτη γραμμή τῆς χριστιανικῆς διακονίας, συχνά διακρίνουν ὁλοκάθαρα τά ζητήματα πού προκαλοῦν ἀναστάτωση στήν κοινωνία. Ὡστόσο, ἐν μέσῳ αὐτοῦ τοῦ χάους καί τῆς ταλαιπωρίας, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει κρατήσει πνευματικά ἀσφαλεῖς, μέ τή διαβεβαίωση ὅτι ἡ ἀγάπη καί ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ συνεχίζει νά ὑπάρχει ἀνάμεσά μας.
Ἄν θέλησουμε νά διασκευάσουμε τόν ἀνωτέρω ὕμνο, θά μπορούσαμε ἐπίκαιρα νά τοῦ δώσουμε τήν ἔννοια τοῦ σημερινοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ πού ταλανίζει ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί νά ἐξάρουμε τή θυσία τῶν ἀνθρώπων τῆς πρώτης γραμμῆς, τῶν ἀνθρώπων τῆς ὑγείας, γράφοντας: «Ἰδοὺ σκοτία καὶ πρωΐ, καὶ τί πρὸς τό Νοσοκομεῖον ἰατροί ἕστηκαν, πολὺ κόπον ἔχοντες ἀποροῦντες ποῦ τέθεινται οἱ ἀσθενεῖς. Ἀλλ’ ὅρα τοὺς συντρέχοντας ἰατρούς καί νοσηλευτάς, πῶς τούς ἀσθενεῖς διακονοῦν, τὴν ὑγείαν τους τεκμαίρουσι, ἀναμνησθέντες τοῦ Ἰησοῦ τήν σταύρωσιν. Πάντες ἡμεῖς εὐχαριστοῦμεν, εὐγνωμονοῦντες καί διαλαλοῦντες τήν ἀγάπην καί θυσίαν αὐτῶν».
Καθώς ταξιδεύουμε στίς ἐμπειρικές πτυχές αὐτῆς τῆς πανδημίας, οἱ προσπάθειες κατανοήσης καί βοήθειας τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον ἐμπνέουν προσφορά, προσευχή καί μετάνοια ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Φέτος θά ἐπιθυμοῦσα νά ἀφιερώσω αὐτό τό μήνυμα στούς ἀνθρώπους πού ἕνα ὁλόκληρο χρόνο, χωρίς καμία προστασία, διακονοῦσαν τούς ἀσθενεῖς μέ Covid-19, σέ αὐτούς πού ἀσθένησαν, σέ αὐτούς πού θυσίασαν τή ζωή τους στό βωμό τοῦ καθήκοντος μέσα στά Νοσοκομεῖα, σ’ αὐτούς πού καθημερινά γίνονται μάρτυρες τῶν γεγονότων προσπαθώντας παντοιοτρόπως νά ἀπαλύνουν τόν πόνο καί νά παρηγορήσουν ὅσους καταφεύγουν σ’ αὐτούς.
Ἡ βαθιά καλοσύνη τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀνθρωπότητα καί ἡ φιλανθρωπία Του προσφέρουν τήν ὀμορφιά πού ἐνδημεῖ στίς ψυχές ὅλων. Αὐτή τήν καλοσύνη ἔχουν πρότυπο ὅλοι ὅσοι ἀνέφερα προηγουμένως. Εἶναι φυσικό νά ἐπιδιώκει ὁ ἄνθρωπος νά βιώσει μιά λαμπρή ἀντανάκλαση τοῦ φωτός τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Σοφᾶ διδάσκει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Νύσσης, τό «ἀγκίστρι» πού ὁ Θεός ἔθεσε ἐντός μας διά τῆς Σαρκώσεώς Του ἕλκει πρός τούς οὐρανούς. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἡ ἁμαρτωλή φύση καταπιάνεται μέ τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συγχώρησης. (Λόγος Κατηχητικός ὁ Μέγας). «Ἄς ἔχουμε ὅλοι μας θάρρος!» διακηρύσσει καί πάλι σ’ ἕνα λόγο του ὁ Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ὁ ὁποῖος προτρέπει καί περιγράφει πῶς ἡ γεύση τῆς ὡραιότητος τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά προσελκύσει τήν ψυχή καί νά τήν ἀπαλλάξει ἀκόμη καί ἀπό ἁμαρτωλές καταστάσεις πού παραμένουν βαθιά ριζωμένες μέσα της. (Περί Παρθενίας).
Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μᾶς παρέχει μιά κοινή γλῶσσα, τή γλῶσσα τῆς ἀγάπης καί τῆς ὀμορφιᾶς. Λέγεται ὅτι ἡ Ἁγ. Μακρίνα δίδασκε τόν ἀδερφό της, Ἅγ. Γρηγόριο τό Νύσση τά ἑξῆς: «Ἡ θεία ζωή πάντα θά ἐνεργοποιῆται διά τῆς ἀγάπης». (Διάλογος περί Ψυχῆς καί Ἀναστάσεως). Καί πράγματι, ὁ καρπός τῆς ταπεινῆς μας προσευχῆς, ἡ χάρη πού προσαρτᾶται στά βάθη τῆς ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου μαζί μέ τήν ἀγάπη διαθλᾶται διά τῆς θείας ὡραιότητος καί ὁρίζεται ὡς ὁ τελικός της στόχος, δηλ. ἡ ἐκπλήρωσή της, καθώς «ἡ τελεολογία τῆς ἀγάπης στόν θεῖο ἔρωτα διέρχεται ἀπ’ ὅλους τούς πολιτισμούς, καί φτάνει στήν ἀποκορύφωσή της» σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ Ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου. (Trostyanskiy, 2016, xiii). Ἄν αὐτό δέν εἶναι ἡ οὐσία τῆς πνευματικότητας, μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπιδίωξη νά ἀντικρύσει ὁ ἄνθρωπος τήν ὀμορφιά τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ καί νά μεταμορφωθεῖ βιώνοντάς την, τότε τί εἶναι; Ἡ ἀγάπη ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς ὀρθοδόξου βιωτῆς καί τήν πεποίθηση ὅτι ἀναπνέει μέ εὐγνωμοσύνη τόν ἀέρα τῆς Ὀρθοδοξίας γιατί δέν λείπει ποτέ: «Ὁ Θεός εἶναι πού σπέρνει τήν ἀγάπη», μᾶς ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. (Ἐγκώμιο στόν Μάξιμο 3, PG 51. 230).
Ἡ προπατορική ἀστοχία δέν ἦταν μιά ἠθική πτώση ἀλλά ἕνα ὀντολογικό ἁμάρτημα. Οἱ πρωτόπλαστοι μέ τήν παρακοή τους στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, μέ τή συμβουλή τοῦ διαβόλου, προσπάθησαν νά αὐτοθεωθοῦν καί γνωρίζουμε ὅλοι τό ἀποτέλεσμα. Αὐτονομήθηκαν καί ἔπαθαν. Διασπάσθηκαν ἀπό τόν ὀμφάλιο λῶρο τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ αὐτοβούλως. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, σήμερα, ἡ ἀπιστία στό Θεό καί τούς ἀνθρώπους πού διακονοῦν τήν ὑγεία, ἡ ἐμμονή τους στήν αὐτονομία ἔστω κι ἄν λένε ὅτι πιστεύουν στό Θεό, φέρνουν δεινά ἐπακόλουθα στούς ἴδιους καί στήν κοινωνία πού ζοῦμε. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται τούς ἰατρούς καί ὅ,τι συμβουλεύουν γιά τήν πανδημία καί ἄλλοι ἰσχυρογνώμονες πού δέν τήν ἀποδέχονται. Δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες ἀπόψεις. Μά τά ὅρια εἶναι ξεκάθαρα «τίμα τόν ἰατρόν καί γάρ Κύριος ἔκτισεν αὐτόν», μᾶς ἀναφέρει ἡ Παλαιά Διαθήκη. (Σοφ. Σειρ. 38,1). Πολλοί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ὑπῆρξαν ἰατροί. Γιατί, λοιπόν, αὐτός ό ὀρθόδοξος φονταμενταλισμός; Οἱ ἀρνητές εἶναι παντογνῶστες; Βεβαίως, ὑπάρχουν καί κάποιοι ἰατροί οἱ ὁποῖοι προτάσσουν τόν ἐπιστημονικό φονταμενταλισμό. Καθένας, ὅμως, ὀφείλει νά γνωρίζει τά ὅριά του, ὅπως πολύ σοφά μᾶς παραθέτει ὁ Ἅγιος Νεκτάριος στά συγγράμματά του.
Ἀναμφίβολα λοιπόν, αὐτή ἡ πανδημία ἀποτελεῖ μιά ἀξιοσημείωτη εὐκαιρία γιά νά καταστεῖ αἰσθητή ἡ ὀμορφιά τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Οἱ καλοί Σαμαρεῖτες, οἱ ἄνθρωποι τῆς ὑγείας, ἕνα χρόνο τώρα, ἀψηφώντας τήν ὑγεία τους, δημιουργοῦν καί προσφέρουν ὑγεία σέ ἀνθρώπους. Θυσιάζονται ἀπό ἀγάπη, ὅπως ὁ Χριστός. Ξεχνοῦν οἰκογένειες, παιδιά, συζύγους, ξεκούραση, γιά νά ἐπιτελέσουν τό καθῆκον τους. Τουλάχιστον, ἡ δική μας ἀναγνώριση καί ἡ ὑπακοή στά μέτρα αὐτοπροστασίας θά εἶναι τό εὐχαριστῶ γιά τή θυσία τους.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, παιδιά τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.
Σ’ αὐτή τήν ἐποχή πού ἀνθοφορεῖ ἡ φύση ἀργά ἀλλά σταθερά, τό ἀνεξερεύνητο δῶρο τῆς Ἀναστάσεως ἐκτυλίσσεται ἐνώπιόν μας.
Χριστός Ἀνέστη, ἀναφωνεῖ καθένας. Ἀληθῶς Ἀνέστη, ἀπαντᾶ ὁ ἀδελφός, ἡ σύζυγος, τά παιδιά, ὁ γείτονας, ὁ ἰατρός, ὁ νοσηλευτής, ὁ ἐργαζόμενος στό χῶρο τῆς ὑγείας, ὁ κάθε ἄνθρωπος πού βλέπει μέ ταπείνωση τό δῶρο τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ Θεοῦ.
Εὐλογημένοι νά εἶστε ὅσοι ἀνταποδίδετε τήν ἀγάπη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ σήμερα μέ πράξεις ἀγάπης, συμφιλίωσης καί διακονίας. Εὐλογημένος ὁ καθένας πού παιδαγωγεῖται ἀπό τήν πανδημία καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μετατρέπει τήν ἐμπειρία σέ λόγους εὐγενείας καί εὐγνωμοσύνης πρός ὅσους βρίσκονται γύρω του καί τόν διακονοῦν μέ κίνδυνο μάλιστα τῆς ζωῆς τους. Ἕνα εἶναι τό σίγουρο, ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης στόν καιρό τῆς πανδημίας. «Ἡ πανδημία δοκιμάζει τήν ἴδια τήν ἀνθρωπιά, ἡ πίστη δέν ἀρνεῖται τήν ἀσθένεια, τή φθορά, τήν ὀδύνη, τήν ἀπώλεια. Οἱ πιστοί καλοῦνται νά υἱιοθετοῦν ἐκεῖνες τίς στάσεις καί συμπεριφορές πού ἀνταποκρίνονται στό κοινωνικό τους χρέος ὡς πρός τήν προστασία τῶν εὐπαθῶν ὁμάδων καί τῶν ἡλικιωμένων», τονίζει ὁ κ. Κωνσταντῖνος Ὑφαντής, καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἀνέκαθεν ἀκολουθεῖ τήν ἁγιοπατερική διαχρονική διδασκαλία, ἡ ὁποία στηρίζεται στά ὅσα ὁ Χριστός ἐδίδαξε καί παρέδωσε στούς Ἀποστόλους καί διαδόχους Του. Ἡ ὑπερβολή εἶναι ξένη στήν Ἐκκλησία καί στό Χριστό, ὁ ὁποῖος λέγει «ἔλεον θέλω καί οὔ θυσία». (Ματθ. Θ’ 13, Ματθ. Ιβ΄ 7). Ἡ ἀγάπη τοῦ παθόντος καί ἀναστημένου Χριστοῦ ἄς δώσει τήν περιπόθητο ὑγεία καί δύναμη στήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη καί ἐμεῖς ἀκατάπαυστα νά ὁμολογοῦμε τόν ἀναστάντα Κύριον ψυχή τε καί σώματι καί νά ἀναφωνοῦμε: Χριστός Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη!
Πάσχα 2021
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου
Δαμασκηνός