«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν……. Ἄξω γὰρ εἰρήνην ἐπὶ τοὺς ἄρχοντας, εἰρήνην καὶ ὑγείαν αὐτῷ….» (Ἠσ. 9, 6)
Ἐγώ, λέγει ὁ Θεός, θά φέρω τήν εἰρήνη στούς ἄρχοντες, εἰρήνη καί ὑγεία θά χορηγήσω στό παιδί αὐτό.
Ὁ λόγος αὐτός τοῦ προφήτου Ἠσαΐα, παιδιά μου, ἀποτελεῖ καί τό στίγμα τῆς περιόδου καί τῆς καταστάσεως πού ζοῦμε αὐτές τίς ἡμέρες. Ἡ χαρά τῶν πάντων, Χριστός ἡ ἀλήθεια, καί πάλι ἐπί τῶν ἐπάλξεων, καί πάλιν ἐπί τῶν συζητήσεων καί ἀντιπαραθέσεων.
Κατά τόν ἀνωτέρω ὕμνον πολλές φορές σκεπτόμαστε καί ὁμολογοῦμε ὅτι ὁ Χριστός γεννήθηκε ἐπί γῆς ὡς βρέφος σπαργανούμενο ἐν φάτνῃ ἀλόγων ζώων καί ἐμεῖς ἄλλοτε τόν πιστεύουμε ὡς Σωτῆρα καί Λυτρωτήν καί ἄλλοτε ὡς πλάνον καί ἀπορριπτέο. Καί ὅμως, ἡ ἱστορία, ἡ ἐπίσημη χρονολογία, τά γεγονότα, ὁλόκληρη ἡἀνθρωπότητα ἀποδεικνύουν τή Θεότητα καί τήν ἀρχοντιά τοῦ θείου Βρέφους πού ταπεινά γεννήθηκε σέ φάτνη ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης Τοῦ Θεοῦ στό δημιούργημά Του. Τοῦ πρόσφερε εἰρήνη καί ὑγεία, ὑπέρτατα ἀγαθά πού μόνο ἄν χαθοῦν διαπιστώνεται ἡ ἀξία τους. Ἄλλωστε καί ἡ ἀνωτέρω προφητεία ὀκτακόσια χρόνια πρίν τή γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ τό ἴδιο ἀναφέρει καί διαλαλεῖ. Προσφέρει εἰρήνη στούς ἄρχοντες, δηλαδή στούς ἀνθρώπους, καί ὑγεία στό παιδί Ἰησοῦ καί δι’ αὐτοῦ σέ ὅλους ἐμᾶς τούς ἄνθρώπους κάθε ἐποχῆς. Στήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀκούσαμε «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν. Ἡδὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος.» (Γεν. 1,1-1,2). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο ἀπό ἀγάπη καί ἐφερε τήν ὑγεία, τήν ἰσορροπία, τήν εἰρήνη καί τή συνύπαρξη στή δημιουργία τοῦ κόσμου. Τά γεγονότα τῆς πανδημίας, τό εὐάλωτο τῆς ὑγείας τῶν ἀνθρώπων καί ἡ δυσκολία καταπολεμήσεώς της δηλώνουν ἀκριβῶς τήν ἀδυναμία τοῦ χοϊκοῦἀνθρώπου πού παρά τίς φιλότιμες προσπάθειες τῶν ἐρευνητῶν στό χῶρο τῆς ὑγείας ἡ πανδημία θερίζει κυριολεκτικά τούς ἀνθρώπους καί προκαλεῖ πολύ πόνο.
Ἡ ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία προβάλλει τὸν ἄνθρωπο ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δημιουργήθηκε «κατ’εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Εἶχε προηγηθεῖ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου. Ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ μπορέσει νὰἀναπτύξει ὅλες τὶς δυνατότητες ποὺ τοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεὸς ὄφειλε νὰ παραμείνει σὲ κοινωνία καὶἐπικοινωνία μαζί Του. Καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του κλήθηκε νὰ γίνει δημιουργὸς ἀνθρώπων καὶ πολιτισμῶν, φύλακας τῆς ὑγείας καί εὐημερίας τοῦ κόσμου. Δύο φράσεις ἠχοῦν στ’ αὐτιά μας, δυὸ θεμελιώδεις ἐντολές: «Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε», «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν». Ἡ ἰδιαίτερη κοινωνία Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἐκφράζεται μὲ τὴν πνοὴ ζωῆς ποὺ ἐνεφύσησεν ὁ Θεὸς στὸ πρόσωπον τοῦ ἀνθρώπου. Μία θέση προνομιακή, καθώς μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος νὰ γίνει Θεὸς κατά χάριν ἐρχόμενος ἐλεύθερα σὲ κοινωνία μὲ τὸ Δημιουργό. Ἔπρεπε ν’ ἀποφασίσει ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἂν ἤθελε νὰ εἶναι μαζὶ ἢ χώρια Του. Πλήν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος προέταξε τὸ παρόν καί ἐφήμερον καί ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ τὴν θεία προστασία καὶ συμμαχία. Ἐπέλεξε ἄλλους παραστάτες ποὺ τὸν παραπλάνησαν. Ἡ ἐλπίδα του εἶχε στηριχθεῖ στὴν κτίση καί στὴν ὕλη, οἱ ὁποῖες ὡς κτιστές εἶναι προορισμένες γιὰ τὴ φθορά, γιὰ τὴν ἀρρώστια καὶ τὸ θάνατο. Ἔτσι, ξαφνικὰ χάθηκε τὸ προστατευτικὸδίχτυ ἀσφαλείας. Ἐπειδὴ, ὅμως, ὁ Θεὸς ἀγαποῦσε καὶ ἀγαπάει τὸ δημιούργημά Του δὲν θέλησε τὴν ἐξουθένωσή του καὶ ἔβρισκε τρόπους, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ ἱερὰ ἱστορία, νὰ παραστέκεται στὸν ἄνθρωπο καὶνὰ τοῦ θυμίζει τὴν παρουσία του εἴτε μὲ τὸ Νόμο, εἴτε μὲ τοὺς Κριτὲς εἴτε μέ τοὺς Προφῆτες. Καίτοι φαινόταν σὰ νὰ εἶχε ἀποστρέψει τὸ πρόσωπό Του, ἐν τούτοις χρησιμοποιοῦσε ἐκπροσώπους, οἱ ὁποῖοι ἐπαναλάμβαναν τὸ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ στὸν Παράδεισο πρὸς τὸν ἄνθρωπο: «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;». Κατά συνέπεια διασπάστηκε ἡ ἀπευθείας σχέση. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε λησμονήσει καὶ εἶχε ἀμαυρώσει μέ δική του εὐθύνη τήν εἰκόνα βάσει τῆς ὁποίας εἶχε δημιουργηθεῖ. Χρειάσθηκε λοιπὸν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ν’ ἀναλάβει καί πάλι πρωτοβουλία. Νὰ δείξει στὸν κόσμο καὶ στὸν ἄνθρωπο τί περίμενε ἀπ’ αὐτόν. Νὰ ἀποστείλει τόν Υἱόν αὐτοῦτόν μονογενῆ «γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον» ( Γαλ. δ’ 4-7) καί νά προσλάβει τήν ἀνθρώπινη φύση. Νά εἶναι τέλειος Θεός καί νά γίνει τέλειος ἄνθρωπος. Αὐτὸ πραγματοποιήθηκε μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦΥἱοῦ τοῦ Θεοῦ ποὺ σὰν νέα δημιουργία ἔτεινε πάλι χεῖρα ἀναπλάσεως στὴν ἀνθρωπότητα καὶ ἀνέλαβε νὰδείξει τί σημαίνει κοινωνία μὲ τὸ Θεὸ βιώνοντας ὁ ἄνθρωπος τίς ἀπελευθερωτικὲς συνέπειες τῆς κοινωνίας Θεοῦ καί ἀνθρώπου. «Ὁ Θεὸς ἐνηνθρώπησεν ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν».
Μέσα στή νέα πραγματικότητα ἡ ἀρρώστια, ὁ θάνατος, οἱ κακουχίες, δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ὅπως πρίν. Ὑπάρχει ἐλπίδα ἰάσεως καὶ θεραπείας. Κι ἂν ἐπιμένουν, ἡ νέα δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ προσδίδει νέες διαστάσεις καὶ πηγὲς ὑπερβάσεως τοῦ πόνου καὶ ἀντλήσεως δυνάμεως. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι πιὰ μόνος. Προικισμένος ἀπό τά χαρίσματα τῆς δημιουργίας, ὡς δημιουργικό ὄν, προσπαθεί στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ νά δημιουργήσει καί νά ὑπερβεί τίς δυσκολίες του.
Ἀνατρέχοντας στή στάση τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ἐπί γῆς παρουσία Του πρός τούς ἀσθενεῖς διαπιστώνουμε τὴσημασία ποὺ ἔχει ἡ ὑγεία γιὰ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ Θεολογία καὶ Παράδοση. Τόν συναντοῦμε ἀρωγό στὰαἰτήματα ὅλων ἐκείνων ποὺ προσέτρεχαν σ’ Αὐτὸν γιὰ νὰ τοὺς θεραπεύσει συνδέοντας ταυτόχρονα τὴν ἴαση μὲτὴν πίστη τῶν προσερχομένων καὶ τὴν προσοχή τους στὸ ἑξῆς νὰ διατηρήσουν ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τὸν Θεὸ καὶτὸ θέλημά Του. «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε». Μέ ἄλλα λόγια δέν παρίστανε τὸν θεραπευτὴ ἄν καί θεράπευε τούς πάντες, ἀλλά ἔδειχνε καί τὸν ὀρθὸ δρόμο πρὸς μία ὑγεία ψυχοσωματική. Εἶχε, ὅμως, πλήρη ἐπίγνωση τῆς συνεχιζομένης κυριαρχίας τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀρρώστιας, ὅπως καὶ ὅλων τῶν λοίπων κακῶν πού πληγώνουν τόν ἄνθρωπο.
Εἶναι γεγονός ὁτι οἱ ἐργαζόμενοι στό χῶρο τῆς ὑγείας ἀλλά καί ὅσοι φορεῖς γίνονται ἀρωγοί κατά τίς ἡμέρες τῆς πανδημίας συμπαριστάμενοι στοὺς ἀσθενοῦντες ἀκόμα κι ὅταν δὲν διαφαίνεται ἐλπίδα ἰάσεως, ὅλοι αὐτοί γίνονται ὄργανα τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθώντας Τον καί προσπαθώντας νά τούς προσφέρουν τήν περιπόθητη σωματική ὑγεία. Παρὰ τὸ δύσκολο τοῦ ἐγχειρήματος οἱ ἰατροί, οἱ νοσηλευτές, οἱ νοσηλεύτριες καί ἐργαζόμενοι στό χῶρο τῆς ὑγείας, ἰδιαίτερα αὐτές τίς ἡμέρες, γίνονται οἱ οἰκεῖοι, οἱ συγγενείς καί οἱ φίλοι τῶν ἀσθενῶν ἀκολουθοῦντες μέ αὐταπάρνηση καί πολλές θυσίες τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, «ἀσθενὴς ἤμην καὶ ἐπεσκέψασθέ με».
Μέ αἰσθήματα βαθιᾶς θλίψεως ἀπευθύνομαι σήμερα σέ ὅλους σας, σέ σᾶς τούς πονεμένους καί ἀδικημένους πιστούς. Ἀπευθύνομαι μέ πόνο ψυχῆς γνωρίζοντας ἀκόμα καί τίς συνέπειες καθώς ἀκούω τίς καμπάνες νά ἠχοῦν καί νά καλοῦν τούς πιστούς στή Θεία Λειτουργία τῶν Χριστουγέννων. Οἱ καμπάνες κτυποῦν καί ὁ ἀόρατος ἐχθρός ἐμποδίζει τούς πιστούς νά προσέλθουν στή Θεία Λειτουργία. Βέβαια καθένας ἑορτάζει τά Χριστούγεννα μέ τό δικό του τρόπο καί μέσα ἀπό αὐτό βγάζει τά συμπεράσματά του. Νά γνωρίζετε, ὅμως, ὅτι τά θεάρεστα καί εὐλογημένα συμπεράσματα βγαίνουν ἀπό τή θεία φώτιση, ἀπό τό νεογέννητο Χριστό στήν ἀνθρωπότητα.
Μέσα στή δύνη τῶν πολέμων, συγκρούσεων, τρομοκρατιῶν, ξεριζωμῶν, ἀοράτων ἐχθρῶν καί ἀσθενειῶν, ἀνισοτήτων καί διακρίσεων, ὁ Χριστός μᾶς ἀπαντᾶ μέ τή γέννησή Του. Γεννιέται ταπεινά στή φάτνη τῶν ἀλόγων, ζεσταίνεται ἀπό τά ζῶα στήν ἀφιλόξενη ἀνθρωπότητα, γεννιέται σέ σπήλαιο ὄχι σέ παλάτια, δέν ἀναγνωρίζεται παρά μόνον ἀπ’ αὐτούς πού τόν ποθοῦν, τούς ἁπλοϊκούς ἀνθρώπους. Νά γνωρίζετε, ὅμως, ὅτι ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος κτυπᾶ τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς ὅλων μας.
Μέ τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός εἶναι οἰκεῖος ἐλπίζουμε ὅτι καί στὴν παροῦσα κατάσταση τῆς ὑγείας ἡ θεία ἐπέμβαση δέν θά ἀργήσει νά ἐμφανισθεῖ.
Εὐλογημένο δημιουργικό καί ἐλεύθερο τό ἔτος 2021.
Χριστούγεννα 2020
Μέ πατρικές ἑόρτιες εὐχές
Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου
Δαμασκηνός