«Τόν πρό αἰώνων ἐκ Πατρός γεννηθέντα, τόν Θεόν λόγον σαρκωθέντα, ἐκ Παρθένου Μαρίας, δεῦτε προσκυνήσωμεν» (Ὕμνος Ἑσπερινοῦ β’ ἤχου).
Κι ἐφέτος ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ ὅλους νά προσκυνήσωμεν τόν πρό τῶν αἰώνων ἐκ Πατρός γεννηθέντα Θεόν Λόγον σαρκωθέντα καί ἐκ Παρθένου τεχθέντα.
Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀγαπητά μου παιδιά, ὡς ὁ Χριστός ὁ Παρατεινόμενος στούς αἰῶνες, δέχεται καθημερινῶς τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ. Μία ἀπ’ αὐτές εἶναι καί ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐκ πνεύματος ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου. Μόνο πού ἡ ἀποκάλυψη αὐτή ἄν καί ἔγινε περίπου 2.000 καί πλέον ἔτη εἶναι ἐπίκαιρη καί νέα.
Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό μᾶς ὁδηγεῖ σέ μία ἄλλη διάσταση τοῦ χρόνου, ὅπου τό παλαιό συνάπτεται μέ τό παρόν καί ὁδηγεῖ στήν αἰωνιότητα. Αὐτό γίνεται γιατί ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο εἶναι προσωπική. Προσωπικά καθένας ἀπό μᾶς βιώνει τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί βέβαια διαφορετικά.
Ἀνατρέχοντας στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας διαπιστώνουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας πλάσθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γεν. 28). Στήν ἀποκάλυψη τῆς Ἐκκλησίας μας, τόσο στήν προφορική ὅσο καί στήν γραπτή, ὁ Θεός βιώνεται ὡς προσωπική ὕπαρξη˙ ἄρα καί ὁ ἄνθρωπος βιώνεται τό ἴδιο, ἄν καί κτιστή φυσή. Τοῦτο δηλώνει ὅτι ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, προικισμένος μέ τό χάρισμα νά εἶναι πρόσωπο κατά χάριν, εἶναι πρόσωπο ἐλεύθερο , ἔχει βούληση, ἔχει ἐπιθυμία, ἔχει ὕπαρξη, ἔχει αἰωνιότητα.
Ὅλα ὅμως αὐτά ὁ ἄνθρωπος τά ἀπέρριψε μέ τήν ἁμαρτητική πτώση του καί δυστυχῶς ἔλαβε ἔνδικον μισθαποδοσίαν. Ὁ Θεός ἄν καί σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ἠθέλησε ὅμως τήν ἀφάνειά του.
Μέ τήν πτώση καί ὅλα τά συνακόλουθα, μέ τόν φόβο τῆς ὑπαρξιακῆς του ἀνασφάλειας, ἀκολουθεῖ καί ὑπομένει δέσμιος τά ἀποτελέσματα τῆς ἐπιλογῆς του. Γεννᾶται ὅμως τό ἐρώτημα. Ἀφοῦ εὐθύνονται οἱ πρωτόπλαστοι γιατί νά τιμωρούμαστε σήμερα ἐμεῖς;
Τήν ἀπάντηση τήν βρίσκουμε στίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ σέ ὅλη τήν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέ τίς διάφορες παρουσίες του ὅπου καλοῦσε σέ μετάνοια τούς ἀνθρώπους «πολυμερῶς καί πολυτρόπως» (Ἐβρ.1,1) καί «ὅτε δέ ἦλθεν τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τόν υἱόν αὐτοῦ, γεννόμενον ἐκ γυναικός, γεννόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (Γαλ.δ’4). Ὁ υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ διαρκῶς γεννόμενος ἐκ τοῦ Θεοῦ Πατρός προαιωνίως ἐκ Παρθένου γεννᾶται καί τέμνει τήν ἀνθρώπινην ἱστορία στά δύο.
Γίνεται σκάνδαλον γιά τούς Ἰουδαίους καί μωρία γιά τούς εἰδωλολάτρες. Ἡ τέλεια ἕνωση στό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀκτίστου (Θεοῦ) καί κτιστοῦ ἀνθρώπου, ἑρμηνεύεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας κυρίως ἀπό τή διδασκαλία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων γιατί ὑπάρχει ἡ κοινή καταγωγή καί στό Θεό καί στόν ἄνθρωπο, τό πρόσωπο!
Τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ στόν κόσμον τήν βιώνουμε στό πρόσωπο τῆς Παρθένου Μαρίας ὡς τό μοναδικό ὑπαρκτό γεγονός τῆς ἱστορίας, μέ ἄλλα λόγια τήν ἀλληλοπεριχώρηση τῆς ζωῆς τοῦ κτιστοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ ἄκτιστου Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα στήν κτίση ὀφείλει νά ἐργάζεται καί νά φροντίζει γι’αὐτήν, ἀπό τή στιγμή μάλιστα πού τήν ὑποστασιάζει καί τήν συνοψίζει. Ἡ πορεία καί ἡ τελείωση τῆς δημιουργίας εἶναι ταυτόσημη μέ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου.
Τά πάθη καί ἡ ἁμαρτία εἶναι καταστάσεις πρωταρχικά πνευματικές καί μεταπτωτικές, δέν ἀνήκουν δηλαδή στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι καταστάσεις πνευματικές πού ἐμφανίζονται δευτερογενῶς στόν ἄνθρωπο καί ὀφείλονται στή καταστροφή καί στή παρα-φθορά τῆς ἀνθρώπινης φύσης μετά τήν παρακοή καί τήν πτώση. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό τῆς ἱστορίας ἄρχεται καί ἡ προσωπική σωτηρία ἤ ἡ τραγωδία κάθε ἀνθρώπου.
Μέ τήν ἐπέμβαση ὅμως τῆς θείας Οικονομίας, ἡ ἀνθρωπότητα λαμβάνει μιά νέα τροπή. Θεραπεύεται ἡ κακή ἐπιλογή τῶν πρωτοπλάστων διότι ὁ Θεός παρεμβαίνει στήν ἀνθρώπινη ἱστορία μέσα στό χρόνο ἀλλά διακριτικά καί ἐλεύθερα.
Ὁ Χριστός στήν ἐπί γῆς παρουσία Του, ἔδωσε τήν πᾶσαν ἀληθειαν στόν ἄνθρωπο, ἔδωσε τήν δυνατότητα τῆς σωτηρίας με τά κυριώτερα ἀντίδοτα τό βάπτισμα, τήν ἐξομολόγηση καί τήν Θείαν Κοινωνίαν.
Ὁ ἄνθρωπος προικισμένος νά ζήσῃ στήν αἰωνιότητα καλεῖται νά ἐπιλέξει τήν προσωπική γέννηση στή ζωή του, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, νά ἀγωνιστεῖ καί νά ὁμολογήσει ὡς ἄλλοτε ἡ Παρθένος Μαρία «ἰδοῦ ἡ δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου».
«Καί ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο»(Ιωάν. α’ 14), ὁ Θεός Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος. Ὁ ἴδιος ὀνομάζει τόν ἑαυτόν του «Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου», μέ τήν ἔννοια ὅτι εἶναι ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ὅπως ἔπλασε ὁ Θεός τόν πρῶτο ἄνθρωπο, χαριτωμένος ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Τόν ὀνομάζουν, ἄλλοι «υἱό Δαβίδ» καί ἐκεῖνος τό ἀποδέχεται, διότι ὡς ἄνθρωπος κατάγεται ἀπό τό γένος τοῦ Δαβίδ.
Στόν ὅρο τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπαναλαμβάνεται ἡ διακήρυξη τῆς γέννησης τοῦ Κυρίου «…ἐπ’ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν δι΄ἡμᾶς καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου, τῆς κυρίως καί κατά ἀλήθειαν Θεοτόκου…Καί ὁμολογοῦμεν τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον διά τό τόν Θεόν Λόγον σαρκωθῆναι καί ἐνανθρωπίσαι, καί ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τόν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν» (Βλπ. Πρακτικά ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). Παραδεχόμαστε καί ὁμολογοῦμε τήν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διότι ἀπ΄ αὐτήν ἔλαβε σάρκα καί γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἀπό τή στιγμή πού συνελήφθη στήν κοιλιά τῆς ἁγίας Παρθένου ἕνωσε μέ τόν ἑαυτόν Του -ὁ Θεός Λόγος- τό ναό, δηλαδή τό σῶμα, πού ἔλαβε ἀπό τήν ἀειπάρθενο Κόρη, κατ΄ἐπέκταση, τήν Ἐκκλησίαν καί τό ναόν τοῦ σώματος ἑκάστου ἀνθρώπου.
Σήμερα οἱ καμπάνες τῶν Ἐκκλησιῶν καλοῦν καθένα νά πλησιάσει στό Μυστήριον τῆς ζωῆς, νά βιώσει τήν προσωπική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στή ζωή του, καλοῦν τόν ἄνθρωπο τόν κατακουρασμένο ἀπό τήν ἀγωνία τῶν ὑπαρξιακῶν ἀναζητήσεών του, τήν ἀγωνίαν τῆς ζωῆς, τῆς οἰκογενείας, τῶν παιδιῶν, τῆς ἀνεργίας, τῆς ἀμφιβολίας, τῆς ἀσθένειας, τοῦ θανάτου. Καλοῦν ὅλους νά βιώσουμε τά Χριστούγεννα Χριστιανικά, Ἑλληνικά, παραδοσιακά, ὡς ἑορτή τῆς οἰκογένειας τῆς κατ’ οἶκον Ἐκκλησίας γευόμενοι τή χαρά τῆς προεκτάσεως τῆς Θείας Λειτουργίας καί κοινωνίας στό τραπέζι τῆς οἰκογένειας.
Τελευταίως παιδιά μου συνηθίζεται νά γιορτάζουμε σέ χώρους ἐπιβλαβεῖς καί γιά τό σῶμα καί τήν ψυχή μας. Πόσο τέλειο καί θαυμαστό θά ἤταν νά περάσουμε τά Χριστούγεννα ὅλοι οἰκογενειακῶς! Πόσο θαυμαστό θά ἤταν νά δώσουμε χαρά σέ ἀνθρώπους πού βρίσκονται μόνοι, ἀσθενεῖς, κατάκοιτοι! Πόσο θαυμαστό καί ἐνάρετο θά ἤταν νά βιώσουμε τήν φιλαδελφία, νά μονιάσουμε καί νά ἀλληλοσυγχωρηθοῦμε;
Ὅλοι αὐτοί εἶναι τρόποι πού θυμίζουν τά παραδοσιακά Ἑλληνικά Χριστούγεννα τῶν προγόνων μας. Ἐκεῖνα πού ἄν καί σέ δύσκολα χρόνια ἐν τούτοις πρυτάνευε ἡ χαρά, ἡ συναδέλφωση, ἡ ἀγάπη, ἡ καλοσύνη, ἀρετές πού σήμερα σπανίζουν ἤ θεωροῦνται ἀνούσιες.
Ἀγαπητά μου παιδιά.
Ὅσο κι ἄν προσπαθήσουν οἱ σειρῆνες τοῦ ματαίου κόσμου, μέ τά λαμπιόνια καί τήν ὑπερβολική κοσμική Χριστουγεννιάτικη ἀτμόσφαιρα νά μᾶς ἀποπροσανατολίζουν, μία εἶναι ἡ ἀλήθεια! Τά Χριστούγεννα τοῦ πτωχοῦ, τοῦ ἀσθενοῦς, τοῦ θλιμένου, τοῦ Χριστοῦ!
Ἀπό τά μύχια τῆς καρδιᾶς μου εὔχομαι σέ ὅλους, κλῆρον καί λαόν τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, εὐλογημένα Χριστούγεννα, εὐλογημένο τό ἐπί θύραις νέον ἔτος, δύναμη, ἐλπίδα, ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί τόν συνάνθρωπο, χαρά καί εὐλογία στίς οἰκογένειές σας, τά παιδιά σας, στούς νέους καί τούς μεσήλικες, στούς ἀσθενεῖς καί εὑρισκομένους στό κρεβάτι τοῦ πόνου, στά ὑπερήφανα γηρατειά, εἰρήνη, εὐημερία, Χριστιανικά Χριστούγεννα. Χριστούγεννα προσωπικά, ὅπου τό πρόσωπο προεκτείνεται σέ κοινωνία, ἀλληλεγγύη, ἀγάπη, αὐτοθυσία γιά τό συνάνθρωπο.
«Δεῦτε εἴδομεν πιστοί ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν αὐτῷ ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστῆρ» τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ὁ παρατεινόμενος στούς αἰῶνες.
Μέ πατρικές ἑόρτιες εὐχές
Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου
Δαμασκηνός