«… Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις …» ;
(Πράξ. 5, 29)
Είναι βέβαιο ότι το προηγούμενο διάστημα που πέρασε, με τα προληπτικά μέτρα, στα οποία συμπεριλήφθηκε και η Εκκλησία, πυροδότησε την ανησυχία ότι πολεμείται η Εκκλησία και την νοσταλγία για Εκκλησιασμό και την Μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων.
Είναι τόσο μεγάλο το εύρος των παραπάνω αισθημάτων, ώστε να γίνεται λόγος για αναγκαιότητα ομολογίας, για εξέγερση κατά των Αρχόντων της κοινωνίας, για ύπαρξη συνωμοσίας κατά της Εκκλησίας και για ψευδείς ειδήσεις περί του κινδύνου του νέου ιού Covid-19. Θα λέγαμε, συνοπτικά, γίνεται λόγος για πολλά που θέλουν τους Ελληνορθόδοξους να αντισταθούν, να σταματήσουν να πειθαρχούν, να σταματήσουν να υπομένουν στις εντολές των ειδικών και να μην υπακούν στις τοπικές Συνόδους του τόπου μας.
Από την άλλη δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε και να προσβάλουμε ευθέως τις επίσημες ανακοινώσεις των εντεταλμένων του κράτους που ενημερώνουν τους πολίτες αλλά και τους δημοσιογράφους, για τα θλιβερά τεκταινόμενα στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Είναι γεγονός πως υπάρχουν θάνατοι, υπάρχουν δεκάδες φέρετρα, υπάρχουν ασθενείς οι οποίοι υποφέρουν και ανησυχούν για την υγεία τους.
Ο τίτλος του παρόντος κειμένου, στίχος από τις Πράξεις των Αποστόλων, χρησιμοποιείται ευρέως από κάποιους, θα λέγαμε, ανυπόμονους, ασυγκράτητους και επαναστατικούς Χριστιανούς για να στηρίξουν την θέση τους, στην πρακτική της αντίστασης και «συμμόρφωσης» σε θέματα πίστης.
Είναι όμως αυτός ο στίχος για τον λόγο που χρησιμοποιείται; Διδάσκει, δηλαδή, το Ευαγγέλιο η Εκκλησία του Χριστού να λειτουργεί ως κράτος εν κράτει; Θέλει τους Χριστιανούς να μην υποτάσσονται στα αιτήματα ενός κοινωνικού ιστού; Μας θέλει αναρχικούς έναντι της πολιτείας;
Για την απάντηση των παραπάνω ερωτημάτων ας δούμε την θέση αυτού του στίχου μέσα στην Αγία Γραφή, επισημαίνοντας ότι η προσέγγιση ενός στίχου γίνεται αναφορικά με τους προηγούμενους ή και επόμενους. Ποτέ δεν λαμβάνεται μεμονωμένα.
Κοιτάζοντας, λοιπόν, το συγκεκριμένο κεφάλαιο θα δούμε την εξιστόρηση ενός περιστατικού μεταξύ των Αποστόλων και των Ιουδαϊκών αρχών. Οι Απόστολοι ως γνωστόν μετά την Πεντηκοστή ξεκίνησαν το κήρυγμα στην Ιερουσαλήμ για το χαρμόσυνο μήνυμα της Αναστάσεως του Χριστού σε αναφορά με την Παλαιά Διαθήκη και την εκπλήρωση των Γραφών στο πρόσωπο του Χριστού. Έκαναν θαύματα πολλά και πολύς κόσμος μετανοούσε. Ομολογούσε την πίστη του στην νέα διδασκαλία και βαφτίζονταν. Τόσοι ήταν οι μετανοημένοι ώστε να φθάσουν να συγκεντρώνονται στην στοά του Σολομώντα. Αυτό στους Ιουδαίους δεν άρεσε και ιδιαίτερα όταν γινόντουσαν στόχος, επειδή αυτοί προκάλεσαν τον θάνατο του Χριστού. Συνέλαβαν λοιπόν τους Αποστόλους, το κόμμα των Σαδουκαίων με πρωτεργάτη έναν Αρχιερέα, και τους φυλάκισαν. Το ίδιο βράδυ εμφανίστηκε Άγγελος και τους ελευθέρωσε δίνοντας τους την εντολή να πάνε στο ναό του Σολομώντα και εκεί να κηρύξουν, «…πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης…». Την επομένη το πρωί οι Απόστολοι ήταν στο Ιερό και δίδασκαν, σύμφωνα με την ανανεωμένη εντολή. Οι Αρχιερείς κάλεσαν να φέρουν τους Αποστόλους από την φυλακή από όπου διαπιστώθηκε η απουσία τους. Έμειναν λοιπόν με την απορία της ανεξήγητης απουσίας τους, έως ότου ήρθε κάποιος και ενημέρωσε την συναγωγή ότι αυτούς που δέσμευσαν στην φυλακή βρίσκονται στο ιερό και διδάσκουν. Τους κάλεσαν λοιπόν να παρουσιαστούν ενώπιον τους, έχοντας τον φόβο μιας πιθανής βίαιης εξέγερσης του λαού που θα υπεράσπιζε τους Αποστόλους. Ο διάλογος μεταξύ τους έχει ως εξής «…οὐ παραγγελίᾳ παρηγγείλαμεν ὑμῖν μὴ διδάσκειν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τούτῳ; καὶ ἰδοὺ πεπληρώκατε τὴν ῾Ιερουσαλὴμ τῆς διδαχῆς ὑμῶν, καὶ βούλεσθε ἐπαγαγεῖν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ αἷμα τοῦ ἀνθρώπου τούτου. ἀποκριθεὶς δὲ Πέτρος καὶ οἱ ἀπόστολοι εἶπον· πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις…».
Διαπιστώνεται από την παραπάνω διήγηση ότι ο λόγος του Αποστόλου Πέτρου και όλων των Αποστόλων « …πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις …» είναι γιατί από το προηγούμενο βράδυ Άγγελος Κυρίου τους παρακίνησε να κηρύξουν και όχι να σιωπήσουν όπως ζητούσαν οι άνθρωποι. Υπάρχει μια ευθεία αντίθεση των ανθρώπων με το θέλημα του ουρανού και έναντι του θελήματος του ουρανού οι άνθρωποι πρέπει να σιωπούν και να υπακούν διότι ο λόγος ο ουράνιος έχει αιωνιότητα, έχει την αλήθεια που δεν την φθείρει ο χρόνος σε αντίθεση με τον ανθρώπινο λόγο που έρχεται και παρέρχεται και με την αλλαγή της εξουσίας χάνεται ή ακόμα με τον θάνατο εξαφανίζεται. Εδώ είναι σημαντικό να διακρίνουμε ότι ο στίχος αυτός ομιλεί για το θέλημα των ανθρώπων και όχι για το θέλημα των αρχόντων ή της πολιτείας ή της εκάστοτε εξουσίας. Αυτό γίνεται, θεωρούμε, για να εκφραστεί αυτή η αντίθεση όπως την εκφράσαμε παραπάνω του αιώνιου λόγου που έρχεται από τον ουρανό έναντι του φθαρτού και πρόσκαιρου λόγου που έρχεται από τους ανθρώπους. Θέτουμε λοιπόν τα ερωτήματα: Σήμερα, έναντι των προληπτικών μέτρων, πώς έρχεται σε αναλογία το περιστατικό των Αποστόλων; Από ποιον η Χάρις του Θεού ζήτησε να μην εισακουστούν οι Αρχές και η συμβουλή των ειδικών ή γενικώς των ανθρώπων; Μήπως πολεμείται το κήρυγμα της Αναστάσεως; Μήπως βρεθήκαμε σε κάποιο κατηγορητήριο απολογίας; Μήπως υπήρξε κάποια όραση που θα μας ελευθέρωνε από τα δεσμά των νόμων της φύσεως και δεν θα κολλούσαμε την μεταδοτική ασθένεια; Ποιος μπορεί να αναλάβει τέτοια ευθύνη;
Σήμερα μπορεί να μην έχουμε οράσεις τέτοιου είδους αλλά έχουμε την Εκκλησία η οποία μιλάει δια των Επισκόπων Της και αυτοί δια των Συνόδων. Ποιος αλήθεια δέχτηκε την «από βραδύς» παρότρυνση της Εκκλησίας να εισακούσουμε τι έχουν οι ειδικοί να συμβουλέψουν όταν ακόμα ήμασταν στα «δεσμά» της αβεβαιότητας πως να πράξουμε; Γιατί όταν ελευθερωθήκαμε από τα «δεσμά» του διλήμματος, να πάμε στην Εκκλησία ή να μην πάμε, να κοινωνήσουμε ή να μην κοινωνήσουμε, να δώσουμε την Θεία Κοινωνία ή να μην την δώσουμε, δεν παραμείναμε στην απάντηση που μας δόθηκε από την σύνοδο και να κηρύξουμε, με την συμμόρφωση μας, το εύρος της ελευθερίας, της συγκατάβασης και της αγάπης της Εκκλησίας σε μια έκτακτη περίπτωση υγειονομικής κρίσης;
Πολλοί επικαλούνται το καθήκον. Ποιο όμως είναι το καθήκον; Η εντολή ήταν περισσότερο από σαφής: μένουμε στο σπίτι, ακούμε τους ειδικούς, οι Εκκλησίες θα λειτουργήσουν με κλειστές τις πόρτες για τους ναούς που επετράπη λόγω αναμεταδόσεων και τις μέρες που επετράπη λόγω Μεγάλης Εβδομάδας.
Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν βεβηλώνεται δια αυτού του τρόπου. Δεν διώκεται η Θεία Κοινωνία. Αντίθετα, συνεχίζει να υπάρχει. Συνεχίζει να τιμάται ως η κορωνίδα της λατρείας ενός Χριστιανού. Συνεχίζει να προσφέρετε υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας. Κανείς δεν αρνείται ότι το ουσιαστικότερο της στιγμής είναι η Θεία Μετάληψη αλλά υπάρχει και η μνημόνευση, δηλαδή το αίτημα, η παράκληση, η προσευχή για πρόσωπα. Μήπως αυτό δεν έχει ίση αξία όταν δια της Συνόδου αποφασίζεται η αποχή του λαού; Μια απόφαση που δόθηκε με πόνο ψυχής, θυσιαστικά και απλόχερα για την αγάπη του πλησίον, ως χέρι βοηθείας στο σχέδιο της πολιτείας για την προστασία των πολιτών και παραδειγματικά προς όλες τις κατευθύνσεις. «…οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη·…» (Ματθαίος ε, 14). Όλοι την Εκκλησία κοιτούσαν και από την Εκκλησία περίμεναν να δώσει την συμβουλή της ως μητέρα και το παράδειγμα προς μίμηση σαν μία άλλη πόλις που βρίσκεται επάνω σε όρος, την οποία όλοι βλέπουν και από την οποία όλοι περιμένουν. Μήπως θα έπρεπε η Εκκλησία να προκαλέσει διχασμό; Μήπως θα έπρεπε να βάλει τους πολίτες να επαναστατήσουν έναντι της πολιτείας και μεταξύ τους και να υπάρξει αναρχία; Μήπως θα έπρεπε να εκθέσει τους πιστούς στον κίνδυνο της ασθένειας στο όνομα της πίστης και της προστασίας του αληθινού Θεού; Ο Χριστός σε ανάλογο πειρασμό, στην έρημο, όταν ο διάβολος τον πείραξε για δεύτερη φορά λέγοντας του ότι ο Θεός πατέρας θα τον σώσει αν γκρεμιστεί οικειοθελώς από την άκρη του ναού, διότι έτσι είναι γραμμένο, του απάντησε «…Πάλιν εἶναι γραμμένον, δέν πρέπει νά πειράξης Κύριον, τόν Θεό σου…» (Ματθ. δ΄, 5-8).
Επιπλέον, η πνευματική ζωή των πιστών δεν κατηύθυνε κανενός την συνείδηση για υπακοή στους Πνευματικούς μας Πατέρες, στους ταγούς και γνήσιους φύλακες της πίστεως; Στην Κλίμακα του Ιωάννη διαβάζουμε στον δ΄ λόγο περί υπακοής «… ὑπακοή σημαίνει νά ἀποθέσωμε τήν ἱδική μας διάκριση στήν πλούσια διάκριση τοῦ Γέροντος …». Στα αποφθέγματα του Γεροντικού δεν βλέπουμε ότι η υπακοή σώζει; Που ήταν και που είναι η δική μας υπακοή; Που η εμπιστοσύνη στην Εκκλησία μας; Που είναι τα αποθέματα πνευματικής ζωής από προηγούμενο διάστημα που θα μας θρέψουν σε αυτήν την δυσκολία;
Στώμεν καλώς, αδελφοί μου, στώμεν μετά φόβου! Υπομονή στην υπακοή και «…ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται…» (Ματθ. κδ΄,13).
Η στρατευομένη Εκκλησία ποτέ δεν άνοιξε μέτωπα για την επιβίωση της και για την συνέχεια Της. Ποτέ δεν θίχτηκε η ένοιωσε απειλή από την μάχαιρα του θανάτου. Ίσα-ίσα δέχτηκε οποιονδήποτε δήμιο ως ευκαιρία για το Στέφανο του Μαρτυρίου, ως ευκαιρία για να βρει τον Νυμφίο της Χριστό χωρίς καθυστέρηση, τον οποίο νοσταλγεί. Το Σώμα του Χριστού, δηλαδή η Εκκλησία, δεν εξαρτάται από την ιστορική παρουσία του στον κόσμο. Προσφέρεται από τον Ουρανό και είναι στην ελευθερία του ανθρώπου να αρπάξει την προσφορά! Αυτό είναι το θαύμα που σαγηνεύει και πείθει τον κόσμο για μετάνοια!
Οι παραπάνω σκέψεις μας δεν είναι για να εξυπηρετήσουν κανενός το συμφέρον. Είναι αποτέλεσμα προβληματισμού για την αλήθεια του Ευαγγελικού λόγου, είναι αγωνία προσωπική για την ουσία της πίστεως μας. Βέβαιο είναι για εμάς πως δεν πιστέψαμε σε κάτι που δεν θα αναπαύσει και δεν θα ελευθερώσει τις καρδιές των ανθρώπων, σε κάτι που δεν θέλει να κατανοήσει τον κοινωνικό περίγυρο και να συμβάλει στην κατάπαυση του πυρός και στην ενότητα του λαού, σε κάτι που δεν έχει αγάπη ανιδιοτελή και θυσιαστική.