Ἀδελφοί καί Πατέρες, τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά.
«….ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωήν, καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾄδοντας».
Ἡ διαβίβαση πρός τή ζωή διά τοῡ θανάτου ἀποτελεῖ στήν ὀρθόδοξη διδα-σκαλία τήν πεπτουσία τῆς ἀγάπης τοῡ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον. Θάνατος καί ζωή εἶναι συμφυή μέ τή γέννηση τοῡ ἀνθρώπου.
Ἡ Ἐκκλησία μας καί φέτος, ἀδελφοί καί Πατέρες, εὐλογημένοι Χριστιανοί, ἔρχεται νά ὑπενθυμίσει τό γεγονός τῆς διά τοῡ Ἰησοῦ Χριστοῦ διαβίβασης στήν ὄντως ζωή, στόν οὐρανό ἀπό τή γῆ. Ἐμεῖς μπροστά στό ὑπερφυές καί ἀπίστευτο γεγονός, δοξολογοῦμε με ἐπινίκιες μελωδίες τόν Σωτήρα καί εὐεργέτη μας Υἱό καί Λόγο τοῡ Θεοῦ.
Ὁ ὕμνος ὁμιλεῖ γιά ἕνα μοναδικό πρόσωπο αἰώνιο, διαχρονικό καί ἱστορικό. Αὐτό εἶναι τό πρόσωπο τοῡ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τό ὁποῖο γνωρίσαμε τίς προηγούμενες ἡμέρες ὡς πρόσωπο πού ἅπλωσε τίς παλάμες του ἐπάνω στό σταυρό γιά νά ἑνώσει τά διεστῶτα. Εἶναι τό ἀνέσπερο φῶς πού ὁ Ἠσαΐας εἶδε καί γι’ αὐτό ἐκραύγαζε προφητικά «Ἀναστήσωνται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσωνται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις, καὶ πάντες οἱ ἐν τῇ γῇ ἀγαλλιάσονται». Εἶναι αὐτό, πού χρημάτισε χοϊκός καί νεοποίησε τούς γηγενεῖς, εἶναι αὐτό, πού σήμερα καταπατεῖ τόν θάνατον, εἶναι αὐτό πού ἐπειδή «ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν» ἔγινε ἡ «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων», εἶναι αὐτό πού διαβιβάζει αἰώνια καί προσωπικά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
Εἴθισται μεταξύ μας νά λέμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ὡραία καί ταυτόχρονα δύ-σκολη. Οἱ ἄνθρωποι, ἄλλοι περισσότερο καί ἄλλοι λιγότερο ἀντιμετωπίζουν προβλήματα, δυσκολίες, καταστάσεις πού προκαλοῦν ἀγωνία καί πόνο, προσφυγιά καί ἀβεβαιότητα. Στή φράση «ἡ ζωή εἶναι ὡραία», διαφαίνεται μιά εἰρωνεία καί τρυφερότητα συνάμα. Ὅταν ὅλοι καί πρώτη ἡ ἴδια ἡ ἐπιστήμη τῆς Ψυχολογίας ἑστιάζουν τήν προσοχή στίς δυσάρεστες συνέπειες πού ἔχουν τά τραυματικά βιώματα τοῡ ἀνθρώπου πού ἀντιμετωπίζει καθημερινά, ὅταν κρίσιμα συμβάντα καί ἀντίξοες καταστάσεις ταράζουν τή ζωή του, ποιός καί γιατί νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν ὡραιότητα τῆς ζωῆς, ἀφοῦ ἡ σκέψη ἐγκλωβίζεται πά-ντα σέ ἀρνητικές καταστάσεις; Δέν ὑπάρχει λοιπόν εὐτυχία; Δέν ὑπάρχει ὡραιότητα στή ζωή; Τότε γιατί δέν θέλουμε νά πεθάνουμε; Ἄρα, ἡ ζωή εἶναι δύσκολη ταυτόχρονα καί ὡραῖα. Σέ μᾶς λοιπόν μένει τό πῶς θά συνάψουμε τή δυσκολία καί τήν ὡραιότητα.
Ἀνθρωπίνως, οἱ καλές σχέσεις μέ συγγενεῖς, φίλους, συναδέλφους, μέ ἄλλους ἀνθρώπους εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικές. Ἐνισχύουν τήν αὐτοεκτίμηση καί ἀποτελοῦν μεγάλο στήριγμα σέ δύσκολους καιρούς. Ἐπίσης, ἡ συμμετοχή σέ κάποια ἐθελοντική ὑπηρεσία ἤ ὁμάδα μέ κοινά ἐνδιαφέροντα μπορεῖ νά δώσει δύναμη καί ἀντοχή. Oἱ δύσκολες καταστάσεις εἶναι λιγότερο επιβαρυ-ντικές ὅταν δέν ἐγκλωβίζουν τόν ἄνθρωπο στή μονιμότητα τῶν δυσκολιῶν, ἐπειδή γνωρίζει, ὅτι οἱ δυσκολίες ἔχουν τέλος μέχρι νά ἔρθουν ἄλλες, πού καί αὐτές θά ἔχουν τέλος. Eἶναι σημαντικό νά μή χάνεται ἡ προοπτική γιά τό μέλλον ὡς προσδοκία καί ἐλπίδα. Ἡ διατήρηση μιᾶς μακρόχρονης ἐλπίδας, πού δέν περιορίζεται μόνο στήν παροῦσα ζωή, βοηθᾶ νά σκεφτεῖ τί πρέπει νά κάνει καί ποιά σημασία ἔχει σήμερα ἕνα δυσάρεστο γεγονός. M’ αὐτόν τόν τρόπο, ἡ δύσκολη κατάσταση παύει νά εἶναι τόσο ἀπειλητική. Ἡ καλύτερη χρήση τῆς ζωῆς εἶναι νά τήν αφιερώσεις σέ κάτι πού θά διαρκέσει περισσότερο ἀπ’ αὐτήν, (William James, 1842-1910, Ἀμερικανός φιλόσοφος).
Ἐδῶ ὑπεισέρχεται καί ἡ σχέση τοῡ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. Ἡ σχέση εἶναι ὑπαρξιακή, προσωπική καί ὀντολογική μέσα στήν κοινωνία τῶν προσώπων τῆς Ἐκκλησίας. Προϊδεάζει ἀγῶνα πνευματικό, ἐμπιστοσύνη στό Σωτῆρα καί Λυτρωτή, χριστιανική ζωή. Εἶναι πολλές οἱ ἀρετές πού ταιριάζουν στούς Χρι-στιανούς. Μιά ἀπ’ αὐτές, πολύ σπουδαία, εἶναι ἡ ἐλπίδα. Τό κατεξοχήν γνώρι-σμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ λογική σκέψη. Μέ ἄλλα λόγια τά χαρίσματα τῆς ἐπιείκειας, τῆς πραότητας, τῆς ταπείνωσης, τῆς ἡσυχίας, τῆς ἐλπίδας, ὁδηγοῦν στήν ἐλευθερία ἀπό τά πάθη, διακοσμοῦν τή λογική καί τήν ὀρθή σκέψη ὥστε νά νικᾶ τά ἐσωτερικά ἄτακτα σκιρτήματα καί νά διασώζει τήν εὐγένεια πού προσδιορίζει τόν ἄνθρωπο. Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι λογικό ὄν καί αὐτό τόν καθιστᾶ ἤ εὐτυχισμένο, ἄν ζεῖ σύμφωνα μέ τή φωτισμένη ἀπό τό Θεό συνείδησή του, ἤ δυστυχισμένο, ἄν ζεῖ μέ ἁμαρτωλή συνείδηση. Γεννᾶται τό ἐρώτημα: Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ μέ τή λογική νά συνυπάρξει μέ τόν ἑαυτόν του; Εἶναι τό μεγαλύτερο δείλημα τοῦ ἀνθρώπου ἐπειδή ἔχει συνείδηση, ἄρα ἔχει καί ἐνοχές. Ἡ συνείδηση αὐτή συνάπτει εἰρήνη μόνο ὅταν εἶναι φωτισμένη ἀπό τό Θεό. «Γίνεσθε λοιπόν μιμηταί τοῦ Θεοῦ». Βλέπετε, τί εἴδους ἄνθρωπος εἶναι ὁ Χριστιανός; «Τίνος ὀνομάζεται μιμητής; Οὔτε τῶν ἀγγέλων, οὔτε τῶν ἀρχαγγέλων, ἀλλά τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων». (Ἱερός Χρυσόστομος). Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἐργασθεῖ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, σφυρηλατήσει τόν ἑαυτόν του καί καθαρισθεῖ ἀπό τά πάθη του, τότε ὁ νοῦς του φωτίζεται, φθάνει σέ ὕψος θεωρίας, ἡ ψυχή του λαμπρύνεται καί γίνεται ὅπως ἦταν πρίν ἀπό τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων. (Γέροντος Παϊσίου λόγοι).
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ μήνυμα στὴ ζωή μας. Ὅπου καὶ νὰ κοιτάξει ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν θάνατο νὰ παραμονεύει. Πρῶτα-πρῶτα ὅλοι ξέρουμε ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο. Εἶναι ὁ τελικὸς νικητής τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Φανταστεῖτε, ἄν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶχε ὑποστεῖ τήν καύση ἀντί τοῦ ἐνταφιασμοῦ, θά εἴχαμε κάψει τό σῶμα τοῦ σωτῆρα μας χάνοντας τό νόημα τῆς Ἀναστάσεως, τό σημαντικότερο τῆς Χριστιανοσύνης μετά τήν μεταθάνατον ζωήν. Ὁ Χριστός νίκησε τόν θάνατον καί αὐτήν τήν νίκη ἑορτάζουμε τό Ἅγιο Πάσχα. Ὁτιδήποτε θυμίζει τόν θάνατο, μᾶς θυμίζει καί τήν Ἀνάσταση. Τό νεκρό σῶμα πρέπει νά ἀποτελεῖ ἀναφορά σεβασμοῦ, γι’ αὐτό ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τούς νεκρούς, τούς ἐνταφιάζει καί συνεχίζει τήν παράδοση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ὅπου καί αὐτοί ἐνταφίαζαν τά σώματα τῶν νεκρῶν.
Ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, θὰ ἀναστηθεῖ καὶ ὁ ἄνθρωπος. Θὰ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ γίνει τέλειος, θὰ ὁμοιάσει μὲ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε σωματικά καί ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ Αὐτόν, ποτὲ πιὰ δὲν θὰ χωρίσει. Ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ νὰ τό ἀλλάξει. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς σώζει μόνο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, θὰ ἀρκοῦσε μιά ἁπλὴ συγνώμη γιὰ αὐτό, ἀλλά ἦρθε καὶ νίκησε τὸ θάνατο. Αὐτὸ εἶναι τελικὰ τὸ πιὸ σημαντικό. Εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης και ἡ διαβίβαση σέ μιά ἄλλη ποιότητα ζωῆς. Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀχώριστα, ἀσύγχυτα καί ἀναλύωτα. Και ὅλα αὐτά γιατὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀγαπητός ἀπό τό Θεό. Καὶ ἐπειδὴ δέχεται αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ Τόν ἀγαπᾶ γιὰ πάντα.
Ἡ μετάβαση ἀπό τό θάνατο στή ζωή, ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό εἶναι ἔργο ἀποκλειστικό τοῦ Ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος πρῶτος ἐπάτησε τό θάνατο καί ἔγινε πρόξενος τῆς ἀθανασίας σέ ὅσους τόν ἐπίστευσαν, τόν πι-στεύουν καί θά τόν πιστεύσουν. Ὡς ἄνθρωπος ἔπαθε καί ὡς Θεός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, ἐπάτησε τό θάνατο καθαίρεσε τόν Ἅδη καί ἐδώρησε στόν ἄνθρωπο τήν αἰώνια ζωή καί τό μέγα ἔλεος. «Ἐξ’ ὕψους κατῆλθε», ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, ἐγεννήθη ἐν χρόνῳ, ἐδείδαξε, ἔπαθε, ἐσταυρώθη, ἐτάφη ὡς ἄνθρωπος, ἀκολούθησε τόν ἄνθρωπο στό ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀποστασίας του, ἀναστήθηκε καί διεβίβασε ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό τήν πεπτωκυία φύση τοῦ ἀνθρώπου, διέτεινε τήν ἐλπίδα τῆς ζωῆς σέ αἰώνια, ἔγινε ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων. «Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας». Ἀμήν.
Χριστός Ἀνέστη!
Μέ πατρικές πασχαλινές εὐχές
Ὁ Κυδωνίας καί Ἀποκορώνου
Δαμασκηνός